- Λεωκόρειον
- Λεωκόρειονthe temple of the daughters of Leosneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεωκόριον — Ιερό της αρχαίας Αθήνας. Βρισκόταν στη συνοικία του Κεραμεικού και είχε αφιερωθεί από τους Αθηναίους στις τρεις κόρες του ήρωα και βασιλιά της Αττικής Λεώ, την Πραξιθέα, τη Θεόπη και την Ευβούλη, οι οποίες θυσιάστηκαν για να απαλλαγεί η πόλη από… … Dictionary of Greek
περιτυγχάνω — ΜΑ συναντώ τυχαία κάποιον, τυχαίνει να συναντήσω κάποιον (α. «άνδρα περιτυχόντες ἅγιον», Μηναί β. «τῷ Ἱππάρχῳ περιτυχόντες παρὰ τὸ Λεωκόρειον... ἀπέκτειναν», Θουκ.) αρχ. 1. (για γεγονός) επέρχομαι, συμβαίνω («μή τις συμφορὰ αὐτοῑς περιτύχη», Θουκ … Dictionary of Greek